Χθες ένας φίλος μου έδωσε την έμπνευση να γράψω για αυτές τις περιόδους στη ζωή μας που όλα μοιάζουν σκοτεινά και χωρίς ουσία. Σαν να’ χουν σταθεί από πάνω μας σύννεφα σκοτεινά.
Το ονομάζουν «η σκοτεινή νύχτα της ψυχής» (dark night of the soul). Είναι μία ή και περισσότερες φάσεις της ζωής μας κατά τις οποίες οι δοκιμασίες είναι τόσο μεγάλες που αισθανόμαστε χαμένοι. Αν και ποτέ δεν είναι εύκολη, η σκοτεινή νύχτα της ψυχής αποτελεί μέρος της πνευματικής μας αφύπνισης και είναι βέβαιο ότι θα μας διδάξει μερικά σκληρά μαθήματα. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.
Σήμερα θέλω να μοιραστώ ένα κομμάτι της δικής μου ιστορίας. Να δώσω χώρο και να αφήσω σκέψεις και συναισθήματα να ανα-γεννηθούν μέσα από τα λόγια μου. Όλη ανθρωπότητα βιώνει μια δύσκολη αλλαγή. Μακάρι αυτό το άρθρο να βοηθήσει.
Δεν είσαι μόνος! Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό!
Το ξέρω. Στο είπα πολλές φορές. Το ξέρω γιατί ήμουν εκεί για χρόνια, και μερικές στιγμές ακόμη επιστρέφω σε αυτό που μου είναι τόσο οικείο. Ήμουν εκεί που είσαι εσύ τώρα. Έχτισα ολόκληρη την ύπαρξή μου γύρω από αυτό, ταυτίστηκα τόσο πολύ μαζί του και πίστεψα πως αυτό είμαι. Ολόκληρη η ζωή μου, η ταυτότητά μου ήταν αυτό.
Η ζωή μου έστελνε συνεχώς αναποδιές, ζόρια, απώλειες, θάνατο και πολύ πόνο. Θύμωσα, εξοργίστηκα, κουράστηκα, τα παράτησα. Ώσπου έφτασα σ’ ένα σημείο όπου το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω το ταβάνι. Έσερνα με το ζόρι το κορμί μου σε όλα όσα έπρεπε να κάνω… μα η ψυχή νεκρή.
Δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Ούτε το παιδί μου ούτε αν θα ζήσω ή θα πεθάνω. Το απόλυτο κενό. Μια μαύρη τρύπα. Η άβυσσος. Ούτε να κλάψω δεν μπορούσα. Δεν άντεχα να νιώθω κι έτσι τα πάγωσα όλα σε ένα βαρύ χειμώνα που κράτησε για χρόνια. Έμαθα εκεί να ζω, να είμαι αυτό. Δεν μπορούσα τίποτα άλλο να δω.
Κι ένα βράδυ πριν από 7 χρόνια, την ώρα που κοιμόμουν, ήρθε η ψυχή (μετά το κατάλαβα πως ήταν αυτή) και μου ψιθύρισε: «ξύπνα, σε χρειάζομαι!»
Ο ψίθυρος της ήταν κραυγή! Κάτι που με ταρακούνησε συθέμελα. Κάτι που δεν μπορούσα να αγνοήσω.
Δεν ήξερα τίποτα. Τι, ποιος, γιατί, πως … όλα αβέβαια, όλα άγνωστα.
Όλα από την αρχή.
Κι άρχισα να ανοίγω τα μάτια και να παρατηρώ. Στην αρχή με τηλεφακό και μετά με ευρυγώνιο. Κι αλλάζοντας το φακό είδα πως αυτό που ζούσα, αυτό που νόμιζα πως είμαι ήταν μόνο ένα κομμάτι της ύπαρξής μου. Υπήρχαν κι άλλα, καλυμμένα με πολλές στρώσεις από μαύρα πέπλα και με περίμεναν να τ’ ανακαλύψω.
Ξεκίνησα τα σηκώνω με λίγο φόβο και μεγάλη παιδική περιέργεια εξερεύνησης, για να δω τι κρύβεται από κάτω. Πολλές φορές ήταν βαριά, ασήκωτα και έφερναν πόνο. Μα ήταν ένας πόνος που ήξερα πως κάποια στιγμή θα περάσει. Δεν ήταν ο αυτοβασανισμός που μου είχα επιβάλλει.
Ξεκίνησα πάλι να νιώθω. Να λιώνουν σιγά σιγά οι πάγοι. Ηταν κι αυτό πολύ επίπονο. Μ’ έκανε όμως να νιώθω ζωντανή, ν’ αρχίσω λίγο να χαμογελώ μέσα από την ατέρμονη θλίψη μου.
Μου πήρε χρόνια και ακόμη μαθαίνω. Η σπηλιά μου υπάρχει ακόμη και θα είναι για πάντα εκεί να με περιμένει. Είναι δική μου, κομμάτι μου. Κομμάτι. Ένα μου κομμάτι, γιατί τώρα πια ξέρω πως υπάρχουν κι άλλα.
Έτσι κάπως θα μπορούσα να περιγράψω τη πορεία μου από το σκοτάδι στο φως.
Έφτασα στο φως και παραδόθηκα στα θέλγητρά του. Σαν την πεταλούδα που την έλκει κάθε λάμψη συνέχιζα εμμονικά να κυνηγώ το φως. Το σκοτάδι μου το είχα απαρνηθεί, δεν ήθελα πια να το αγγίξω… είχα κουραστεί και φοβόμουν. Τα καλέσματα του φωτός σαγηνευτικά, σαν Σειρήνες ηχούσαν στα αυτιά μου.
Πήγα όμως τόσο κοντά στο ήλιο που κάηκα. Κι έπρεπε να σταματήσω για λίγο να γλείψω τις πληγές μου.
Να δώσω χώρο και χρόνο. Να καταλάβω. Να νιώσω.
Ένα πόδι στο σκοτάδι και το άλλο στο φως σε σπαγγάτο που σου ξεσκίζει τα σωθικά. Έπεσα, σηκώθηκα ξανά και ξανά. Πέφτω, σηκώνομαι και τώρα. Η διαφορά είναι πως δεν είμαι μόνη πια. Γιατί ξέρεις κάτι με τα χρόνια είχα σκληρύνει τόσο πολύ που είχα την υπερφίαλη πεποίθηση πως όλα τα μπορώ, όλα να τα ελέγξω, να τα κάνω όλα τέλεια. Και σκλήρανα τόσο πολύ που βασάνιζα και κατέστρεφα τον εαυτό μου.
Άσος στο αυτό-μαστίγωμα, έκαιγα και έσκιζα τις σάρκες μου… με ευχαρίστηση και ηδονή πολλές φορές. Βλέπεις αυτό ήταν που ήξερα να κάνω. Αυτό είχα μάθει. Αυτό μου είχαν μάθει.
Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά που είχα μάθει είχε φωλιάσει ήδη μέσα μου ο οίστρος της αμφιβολίας… που έγινε αμφισβήτηση. Και ξεκίνησα να παρατηρώ και να αμφισβητώ όλα όσα είχα μάθει. Κι ακόμη συνεχίζω.
Και μέσα από όλο αυτό γεννήθηκε η επιλογή! Ναι, αυτό μου έμαθαν, αυτό έμαθα, αλλά μήπως υπάρχει και κάτι άλλο; Κάτι άλλο που μπορώ να πιστεύω, να είμαι; Και κάπως έτσι ξεκίνησε το γκρέμισμα.
Ήμουν εκεί με τη βαριοπούλα και γκρέμιζα. Για μια στιγμή, καθώς καταλάγιαζε η σκόνη, είδα σκιές. Μορφές από άλλους ανθρώπους που με πλησίαζαν. Το πρώτο συναίσθημα ήταν απειλή. Βλέπεις δεν είχα μάθει να συνδέομαι πραγματικά. Είσαι μόνη σου, πάντα ήσουν… και θα τα κάνεις όλα μόνη σου… ΜΠΟΡΕΙΣ… είσαι δυνατή. Σκατά δυνατή είμαι…
Κάποιος από τους ανθρώπους με ρώτησε: «θέλεις βοήθεια;», και φυσικά απάντησα όχι. Εγώ όλα τα μπορώ, ΜΟΝΗ ΜΟΥ. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έφυγαν από κοντά μου… έμειναν εκεί να περιμένουν. Να περιμένουν πότε θα ήμουν έτοιμη να δεχθώ την βοήθεια τους. Και πήρε και αυτό καιρό.
Βλέπεις ο πρότερος βίος μου, η παιδική μου ηλικία μου είχε μάθει να μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Να κλείνομαι. Να χτίζω κάστρα με 7 σειρές τάφρους και ένα πέπλο από μαγικά ξόρκια… αδιαπέραστο, για να προστατέψω την καρδιά μου.
Ξεκίνησα λοιπόν να τα γκρεμίζω κι αυτά. Να αφαιρώ τουβλάκι τουβλάκι με μεγάλο δισταγμό και φόβο. Κι όσο γκρέμιζα τόσο μεγάλωνε η ζεστασιά που ένιωθα μέσα μου.
Τότε ξεκίνησα να κλαίω. Έκλαιγα για ώρες… μήνες… χρόνια… Όλα αυτά τα δάκρυα που δεν είχα χύσει. Άρχισε να ξαλαφρώνει η ψυχή και να δημιουργείται χώρος. Τότε εμφανίστηκε το χωράφι. Ένα χωράφι μέσα μου. Ένας τόπος, όπου μπορούσα να φυτέψω ότι ήθελα. Τα σποράκια αυτού που ήθελα να γίνω. Είχα πια επιλογές. Δηλαδή πάντα τις είχα, μα δεν μπορούσα να τις δω. Ξεκίνησα να ζητάω βοήθεια, ν’ αφήνω την ψευδαίσθηση του ελέγχου, να έχω ταπεινότητα και πίστη. Πολύ πίστη.
Τα τείχη της καρδιάς γκρεμίζονται… υπάρχουν λίγα ακόμη. Θα γίνει κι αυτό! Τολμάω όλο και περισσότερο να στέκομαι και να εμφανίζομαι όπως είμαι. Δίχως μάσκες και ρόλους. Γυμνή στην αλήθεια. Με αυθεντικότητα. Και μέσα από την καρδιά βγαίνει μια απίστευτη αγάπη για μένα, για σένα, για τους ανθρώπους, για τον πόνο τους. Μια τρυφερή ευαλωτότητα που πάντα υπήρχε, και υπάρχει σε όλους μας, και τώρα, όχι μόνο μπορώ να την δω, αλλά είναι ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που είμαι και γίνομαι. Και χαίρομαι και αγαπώ όλα μου τα κομμάτια και τα αποδέχομαι. Χτίζω υπομονή και περιμένω τα σποράκια μου να ξεπροβάλλουν μέσα από το χώμα, να μεγαλώσουν, ν’ ανθίσουν. Κάποια το έχουν κάνει ήδη!
Και είμαι τώρα εδώ. ΕΔΩ στην κάθε στιγμή. Εδώ που συναντήθηκαν τα μονοπάτια μας.
Και ξέρω πως δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως θέλω να την ζήσω αυτή την περιπέτεια της ζωής! Να την βιώσω μέχρι το μεδούλι!
Και ξέρω πια πως δεν είμαι μόνη. Είσαι κι εσύ εδώ. Σ’ ένα συλλογικό ΜΑΖΙ!
Γιατί ΟΛΟΙ έχουμε πολλά να κερδίσουμε από αυτή την σύνδεση!!!
Σε αγκαλιάζω με αγάπη