Εμπνευσμένο από και αφιερωμένο στο Ψ. Μ. Π.
Η εσωτερική ωρίμανση της ψυχής
Από το ανώριμο “θέλω” του παιδιού, στο συνειδητό “επιθυμώ” της καρδιάς — ένα ταξίδι αυτογνωσίας, συμπόνιας και εμπιστοσύνης στη ζωή.
Υπάρχουν φράσεις που μας στοιχειώνουν από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας. Που ριζώνουν βαθιά μέσα μας, τόσο που γίνονται σχεδόν αόρατες. Μία απ’ αυτές είναι εκείνη που μας συνόδευσε από τα παιδικά μας χρόνια:
«Δεν έχει δε μπορώ… έχει δε θέλω.»
Και τότε, μικρά παιδιά, ίσως νιώθαμε να βαραίνει μέσα μας. Γιατί υπήρχαν στιγμές που στ’ αλήθεια δεν μπορούσαμε. Δεν ξέραμε πώς. Δεν είχαμε τη δύναμη, τη γνώση, την αυτοπεποίθηση ή την ωριμότητα.
Κι όμως, αυτή η φράση έγινε σπόρος ενοχής. Ένα σιωπηλό “θα έπρεπε να μπορείς”.
Κι έτσι μεγαλώνοντας μάθαμε να προσπαθούμε, να πιεζόμαστε, να αποδεικνύουμε.
Μάθαμε να θέλουμε σαν παιδιά που ψάχνουν επιβεβαίωση — κι όχι σαν ψυχές που γνωρίζουν τον εαυτό τους.
Αυτή η φράση ακούστηκε ίσως με καλή πρόθεση∙ για να μας ενθαρρύνει, να μας δυναμώσει, να μας μάθει πως τίποτα δεν είναι αδύνατο. Μα για πολλούς ανθρώπους, άφησε πίσω της ένα μικρό ή ίσως και μεγαλύτερο βάρος — την αίσθηση πως αν δεν “μπορούν”, κάτι μέσα τους είναι λάθος. Πως η αδυναμία είναι ντροπή.
Κι όμως, η ψυχή δεν λειτουργεί έτσι.
Υπάρχουν στιγμές που θέλει κάτι βαθιά, το λαχταρά, κι όμως δεν μπορεί. Όχι γιατί δεν προσπαθεί, αλλά γιατί κάτι μέσα της δεν έχει ακόμη ωριμάσει. Κάτι χρειάζεται κατανόηση, χώρο, χρόνο.
Το παιδικό “θέλω”
Το “θέλω” γεννιέται νωρίς. Το “θέλω” στην παιδική του μορφή είναι αυθόρμητο, ακατέργαστο, άμεσο, έντονο, εγκεφαλικό.
“Θέλω αυτό τώρα.”
Ένα “θέλω” που κρύβει μέσα του την ανάγκη να γεμίσει ένα κενό. Να επουλώσει, ασυνείδητα, έναν παλιό πόνο. Ξεκινά συχνά από την έλλειψη, από την ανάγκη του παιδιού να γεμίσει ό,τι κάποτε του έλειψε — αγάπη, αποδοχή, ασφάλεια, αναγνώριση.
Το παιδί μέσα μας ζητά, διεκδικεί, πεισμώνει. Και δεν είναι λάθος. Είναι το πιο αθώο, αγνό κομμάτι μας που ακόμα προσπαθεί να νιώσει πως αξίζει να έχει, να χαίρεται, να ανήκει.
Μόνο που, όσο μένουμε σε αυτό το στάδιο, το “θέλω” γίνεται μια διαρκής αναζήτηση εξωτερικών πραγμάτων που δεν μπορούν να γεμίσουν τα εσωτερικά μας κενά.
Είναι το “θέλω” που ζητά για να καλύψει, όχι για να εκφράσει.
Το “θέλω” που προσπαθεί να γεμίσει ένα κενό χωρίς να το έχει κοιτάξει.
Στη γλώσσα της νευροεπιστήμης, το σύστημα επιβράβευσης του εγκεφάλου ενεργοποιείται κάθε φορά που νιώθουμε πως «κερδίζουμε κάτι». Όμως χωρίς επίγνωση, το κύκλωμα αυτό γίνεται ένας μηχανισμός επιβίωσης — όχι ανάπτυξης και εξέλιξης.
Το “θέλω” μετατρέπεται σε παγίδα επανάληψης: κυνηγάμε το ίδιο συναίσθημα ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να νιώθουμε πλήρεις.
Κι έτσι, πολλές φορές, ένας άνθρωπος μεγαλώνει και συνεχίζει να “θέλει” με τον ίδιο τρόπο:
να θέλει αγάπη, χωρίς να μπορεί να τη δεχθεί∙
να θέλει ελευθερία, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει να τη ζει∙
να θέλει επιτυχία, χωρίς να έχει βρει τη φωνή του.
Δεν φταίει.
Το “θέλω” αυτό είναι το παιδί μέσα του που ζητά ακόμη απαντήσεις.
Το “μπορώ” – η ωριμότητα της ψυχής
Κάποια στιγμή όμως, μετά από κύκλους δοκιμών, απογοητεύσεων, και αναζητήσεων, κάτι αλλάζει.
Ξυπνά μέσα μας η φωνή της ψυχής που λέει:
«Θέλω, αλλά για να μπορώ χρειάζεται να μάθω, να ωριμάσω, να δημιουργήσω χώρο.»
Αυτή είναι ακριβώς η στιγμή στη διαδρομή, που το “θέλω” συναντά ένα όριο.
Κι εκεί αρχίζει η εκπαίδευση της ψυχής.
Το “μπορώ” είναι η γέφυρα.
Η γέφυρα ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγμάτωσή της.
Είναι το στάδιο όπου ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί πως η ζωή δεν του χρωστά τίποτα, μα του προσφέρει τα πάντα όταν εκείνος μάθει να εργάζεται με συνείδηση, συνέπεια και πίστη.
Η νευροεπιστήμη το εξηγεί απλά:
οι συνδέσεις του εγκεφάλου αλλάζουν, όταν αλλάζει η εμπειρία.
Οι δεξιότητες καλλιεργούνται.
Η αντοχή, η πειθαρχία, η εμπιστοσύνη στον εαυτό — όλα μαθαίνονται.
Το “μπορώ” δεν είναι η δύναμη που επιβάλλεται.
Είναι η δύναμη που έχει ριζώσει μέσα από επίγνωση, εμπειρία και αποδοχή.
Είναι το στάδιο όπου έχουμε καλλιεργήσει τις δεξιότητες, τα εργαλεία, και τους νευρώνες που μας επιτρέπουν να πραγματοποιούμε αυτό που κάποτε μόνο ονειρευόμασταν.
Το “μπορώ” δεν σημαίνει “δεν έχω φόβους” — σημαίνει “έμαθα να περπατώ πλάι τους”.
Δεν σημαίνει “έχω τον έλεγχο” — σημαίνει “έχω την εμπιστοσύνη”.
Κι αυτή η εμπιστοσύνη είναι καρπός ωριμότητας.
Είναι το σημείο όπου η ψυχή αναγνωρίζει ότι ο ρυθμός της ζωής δεν είναι πάντα δικός μας — κι όμως, συνεχίζει να συμμετέχει συνειδητά.
Το “μπορώ” δεν είναι πάντα εύκολο. Είναι επίπονο, γιατί απαιτεί να αφήσει πίσω το παιδί που ήθελε τα πάντα “τώρα”. Ζητά να αναλάβει ευθύνη, να χτίσει τα εργαλεία του, να μάθει να ρισκάρει, να αποτυγχάνει, να ξανασηκώνεται.
Κι όσο περισσότερο βαδίζει σε αυτό το μονοπάτι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί κάτι βαθύτερο:
ότι το “θέλω” χωρίς το “μπορώ” είναι φαντασίωση,
αλλά και το “μπορώ” χωρίς καρδιά, είναι άδειο.
Από το “θέλω” στο “επιθυμώ” — το κάλεσμα της καρδιάς
Και τότε, κάποια στιγμή, κάτι αλλάζει.
Το “θέλω” και το “μπορώ” αρχίζουν να συναντιούνται.
Η καρδιά και ο νους αρχίζουν να μιλούν την ίδια γλώσσα.
Το “επιθυμώ” γεννιέται.
Δεν είναι πια το “θέλω” που ζητά να γεμίσει.
Είναι η εσωτερική φλόγα που ωριμάζει μέσα από τη σιωπή, τη διαδρομή, την αυτογνωσία.
Το “επιθυμώ” γνωρίζει.
Γνωρίζει πως ό,τι ζητά δεν είναι πάντα αυτό που χρειάζεται η ψυχή για να εξελιχθεί.
Γνωρίζει πως η ζωή θα φέρει αυτό που είναι αληθινά δικό του, με τον δικό της ρυθμό.
Και το αποδέχεται.
Η επιθυμία είναι το κάλεσμα της ψυχής που γνωρίζει.
Δεν είναι βιαστική, ούτε θορυβώδης. Είναι ήρεμη, σταθερή, επίμονη με έναν τρόπο σχεδόν ιερό.
Είναι εκείνη η εσωτερική φωνή που λέει:
“Δε θέλω να περάσω άλλη μια μέρα χωρίς αυτό που είμαι πλασμένος να ζήσω.”
Δεν υπάρχει πια άγχος, ούτε προσκόλληση στο αποτέλεσμα.
Υπάρχει η χαρά της διαδρομής.
Η εμπιστοσύνη ότι ακόμη κι αν κάτι δεν γίνει, η ψυχή έχει ήδη λάβει το μάθημα, τη διεύρυνση, το φως.
Το πέρασμα από το “θέλω” στο “επιθυμώ”
Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί τον εαυτό του, βλέπει καθαρά σε ποιο στάδιο βρίσκεται.
Και το κάνει χωρίς να κρίνει.
Μπορεί να διαπιστώσει ότι ακόμη “θέλει” παιδικά, ή ότι μπορεί αλλά δεν νιώθει το κάλεσμα της καρδιάς.
Όπου κι αν βρίσκεται, αυτό είναι το σημείο του ταξιδιού του.
Κι αυτό αρκεί.
Γιατί κάθε φάση έχει τον σκοπό της.
Το “θέλω” δείχνει την κατεύθυνση.
Το “μπορώ” χτίζει τη διαδρομή.
Το “επιθυμώ” την αγιογραφεί με νόημα.
Και το πιο όμορφο είναι όταν τα τρία γίνονται ένα —
όταν ο άνθρωπος θέλει, μπορεί και επιθυμεί από το ίδιο σημείο μέσα του:
από την καρδιά.
Η συμπόνια της ωριμότητας
Η ωριμότητα δεν είναι να σταματήσει να θέλει.
Είναι να θέλει με επίγνωση.
Να γνωρίζει πως κάποιες μέρες θα θέλει και δε θα μπορεί.
Κι άλλες μέρες θα μπορεί, μα δε θα θέλει.
Και πως και τα δύο είναι κομμάτια του ίδιου δρόμου.
Η ωριμότητα είναι να σκύβει με τρυφερότητα στο παιδί μέσα του και να του ψιθυρίζει:
«Είναι εντάξει. Μπορείς να ξεκουραστείς λίγο. Θα συνεχίσουμε όταν είσαι έτοιμο.»
Γιατί μόνο τότε, μέσα από αυτή την αποδοχή, γεννιέται το αληθινό “επιθυμώ” —
εκείνο που δεν πηγάζει από φόβο ή ανάγκη,
αλλά από αγάπη, από ευγνωμοσύνη, από ζωή.
Κι ίσως τότε να μπορεί να πει, με απλότητα και σοφία:
«Δεν είναι ότι δεν μπορώ, ούτε ότι δεν θέλω.
Είναι ότι μαθαίνω, κάθε μέρα, να επιθυμώ με επίγνωση.»
![]()

